αλεπουδιά

αλεπουδιά
το хитрость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλεπουδιά" в других словарях:

  • αλεπουδιά — η 1. πανουργία, πονηριά, δολιότητα 2. πράξη που γίνεται με πανουργία, κατεργαριά, ζαβολιά 3. τόπος όπου συχνάζουν αλεπούδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού (θ. του πληθ. αλεπούδες)] …   Dictionary of Greek

  • αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»